λεπροί

λεπροί
λεπρόομαι
become leprous
pres subj mp 2nd sg
λεπρόομαι
become leprous
pres ind mp 2nd sg
λεπρός
scaly
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • LEPRI — s. λέπροι, locus Athenis, extra tamen Astu, s. urbem, ubi Coriariorum officinae erant. Aristoph. Schol. in Acharn …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λεπρός — ή, ό (AM λεπρός, ά, όν, Α θηλ. και λεπράς, άδος) αυτός που έχει προσβληθεί από λέπρα («ἄνθρωποι λουόμενοι, λεπροὶ γίγνονται», Θεόφρ.) αρχ. 1. γεμάτος λέπια, τραχύς (α. «ἀκταὶ λεπραί», Λυκόφρ. β. «πέτρα τε τέτυκται λεπράς», Θεόκρ.) 2. το θηλ. ως… …   Dictionary of Greek

  • λωβάστρα — λωβάστρα, ἡ (Μ) τόπος όπου συχνάζουν οι λεπροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβα «λέπρα» + κατάλ. στρα, αναλογικά προς τα ουσ. σε στρα (πρβλ. κονί στρα)] …   Dictionary of Greek

  • λωβοτροφείο — το (Α λωβοτροφεῑον) το ίδρυμα ή ο τόπος όπου ζουν οι λεπροί, λεπροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβός «λεπρός» + τροφεῖο ( τροφός < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείο, ιχθυο τροφείο] …   Dictionary of Greek

  • Ζαμπακός, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1831 – Κάιρο 1913). Γιατρός και λόγιος. Άσκησε την ιατρική στο Παρίσι αλλά διαχείμαζε στο Κάιρο, όπου διατηρούσε κλινική. Ο τότε χεδίβης (αντιβασιλιάς) της Αιγύπτου του απένειμε τον τίτλο του πασά για τις ιατρικές συμβουλές του …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”